- κοσμικός
- -ή, -ό (ΑM κοσμικός, -ή, -όν) [κόσμος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» — το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιώνβ. «τ' οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.)2. αυτός που ζει στα πλαίσια τής κοινωνίας και μεριμνεί για τις υλικές απολαύσεις τής ζωής, σε αντιδιαστολή με τον απόκοσμο («κοσμικοὺς γὰρ τοὺς εἰς τὴν γῆν ἐλπίζοντας καὶ τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας ἐξακούομεν», Κλήμ. Αλ.)3. (για πράγματα) εγκόσμιος, γήινος, σε αντιδιαστολή με τον ουράνιο («κοσμικαῑς ἁπάσαις ἀποταξάμενος εὐπαθείας», Μηναί.)4. φρ. «κοσμικὸν ἅγιον»(στους Εβραίους) ονομασία τής σκηνής μέσα στην οποία υπήρχαν η Επτάφωτος Λυχνία και η Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούσαν οι ιερείς τους Άρτους τής Προθέσεωςνεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή γίνεται στην κοινωνία και ιδίως στη λεγόμενη ανώτερη κοινωνική τάξη (α. «κοσμική κίνηση» — διάφορα αξιομνημόνευτα γεγονότα τής καθημερινής ζωής, γάμοι, δεξιώσεις κ.λπ.β. «κοσμικοί τρόποι» — ευπρεπής και κάπως επιτηδευμένη συμπεριφοράγ. «κοσμικό κέντρο»)2. (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συγκεντρώσεις και διασκεδάσεις τής λεγόμενης ανώτερης κοινωνικής τάξης («κοσμική κυρία»)3. φρ.α) «κοσμικό κύτταρο» ή «κοσμικό αβγό» — όρος που δημιουργήθηκε από τον Βέλγο αστρονόμο Λεμαίτρ, σύμφωνα με τη θεωρία τού οποίου το σύνολο τής ύλης τού σύμπαντος πριν από τη διαστολή του ήταν συγκεντ ρωμένη σε πολύ μικρό χώρο κάτω από συνθήκες ασύλληπτα υψηλών τιμών πίεσης, πυκνότητας και θερμοκρασίαςβ) «κοσμική ακτινοβολία» — σύνολο ακτινοβολιών σωματιδιακής ή ηλεκτρομαγνητικής φύσεως, εξαιρετικά υψηλού ενεργειακού περιεχομένου και μεγάλης διεισδυτικότητας, οι οποίες φθάνουν στη Γη προερχόμενες από τον Ήλιο, τον Γαλαξία ή ακόμη και από εξωγαλαξιακά ουράνια σώματαγ) «κοσμικός θόρυβος» — θόρυβος που εντοπίζεται στους ραδιοηλεκτρικούς δέκτες και προέρχεται από διάφορα εξωγήινα φαινόμεναδ) «κοσμικός αιώνας»γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου, κατά το οποίο η Γη βρισκόταν σε διάπυρη κατάστασηε) «κοσμική σκόνη» — σφαιρικά σωματίδια σκόνης τα οποία απαντούν στα θαλάσσια ιζήματα τού πυθμένα τών ωκεανώνστ) «κοσμικό σύστημα» — κάθε εκδοχή ή κοσμοθεωρία η οποία ασχολείται με την ερμηνεία τών φαινόμενων κινήσεων τών αστέρων και τών σχετικών θέσεών τους στην ουράνια σφαίραζ) «κοσμική εξουσία» — η πολιτική εξουσία, σε αντιδιαστολή με τη θρησκευτικήη) (στις εικαστικές τέχνες και ιδίως στη ζωγραφική) «κοσμική τέχνη» — η τέχνη που δεν εντάσσεται στους κανόνες και τους περιορισμούς τής χριστιανικής παράδοσηςνεοελλ.-μσν.1. (για πρόσ.) λαϊκός, σε αντιδιαστολή με τον κληρικό ή τον μοναχό2. πρόσκαιρος, προσωρινόςμσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κοσμικάη επίγεια ζωή.επίρρ...κοσμικώς και -ά (ΑM κοσμικῶς)1. κατά την κοσμική αντίληψη2. με κοσμικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.